Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μηχανόβιος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχανόβιος ο [mixanóvios] Ο20 θηλ. μηχανόβια [mixanóvia] Ο27 : πρόσωπο που η απασχόληση με τη μοτοσικλέτα του και ιδίως η χρήση της χαρακτηρίζει την προσωπικότητά του· (πρβ. καμικάζι): Tελευταία κυκλοφορεί με ένα μηχανόβιο.

[λόγ. μηχανο- + -βιος· μηχανόβι(ος) -α]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go