Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: με
1.457 εγγραφές [201 - 210]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθοδεύω [meθoδévo] -ομαι Ρ5.1 : προετοιμάζω συστηματικά και πραγματοποιώ βαθμιαία κτ.: Φασιστικά στοιχεία μεθοδεύουν την κατάλυση της δημοκρατίας. Mεθόδευε από χρόνια την άνοδό του στην εξουσία.

[λόγ. < ελνστ. μεθοδεύω `εξετάζω με μέθοδο΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μεθοδεύω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Κάνω κ. μεθοδικά·
      • (εδώ) δίνω οδηγίες, υποδεικνύω τη μέθοδο για κ.:
        • ελθών του μεθοδεύσαι τας σκηνάς πώς δει πήξαι (Δούκ. 454).
    • 2)
      • α) Αντιμετωπίζω, χειρίζομαι με σύστημα μια κατάσταση, διευθετώ:
        • Ο δε βασιλεύς την των ίππων μεθοδεύων κυλλότητα … (Ψευδο-Σφρ. 2104
      • β) αναμετρώ, μελετώ καλά, αξιολογώ:
        • ο αμιράς δε μεθοδεύων το του τόπου ατύχημα την μάχην καταλιπών ανεχώρησεν (Ψευδο-Σφρ. 22215.)>
    • 3) Σοφίζομαι, επινοώ:
      • μεθοδεύων μηχανάς, ίνα … νικήσῃ (Ψευδο-Σφρ. 22625).
    • 4) (Προκ. για αριθμητικό πρόβλημα) υπολογίζω, λύνω:
      • (Rechenb. (Vog.) 657).
  • II. (Μέσ.) σοφίζομαι, τεχνάζομαι:
    • τέχνες εμεθοδεύτηκεν, πας και να τον 'φελέσουν (Ιστ. Μαρκ. 566).

[μτγν. μεθοδεύω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μεθοδικός, επίθ.
  • Συστηματικός·
    • (εδώ) επιτήδειος, έντεχνος:
      • μεθοδικού καλλωπισμού (Μάρκ., Βουλκ. 3487).

[μτγν. επίθ. μεθοδικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθοδικός -ή -ό [meθoδikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μεθόδου. α. που γίνεται με μέθοδο: Mεθοδική εργασία / έρευνα. β. που ενεργεί με μέθοδο: ~ άνθρωπος / ερευνητής. Mεθοδικό μυαλό. μεθοδικά ΕΠIΡΡ: Εργάζεται / σκέφτεται ~.

[λόγ. < ελνστ. μεθοδικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθοδικότητα η [meθoδikótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι μεθοδικός: Δουλεύει με / χωρίς ~.

[λόγ. μεθοδικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθοδισμός ο [meθoδizmós] Ο17 : αγγλικανική αίρεση που χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη αυστηρότητα στην τήρηση των ηθικών αρχών καθώς και η σχετική διδασκαλία.

[λόγ. < αγγλ. methodism < method(ist) = μεθοδ(ιστής) -ism = -ισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθοδιστής ο [meθoδistís] Ο7 : οπαδός του μεθοδισμού: Ένας ~ πάστορας.

[λόγ. < αγγλ. methodist < method = μέθοδ(ος) -ist = -ιστής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθοδολογία η [meθoδolojía] Ο25 : 1. κλάδος της λογικής που αναφέρεται στις μεθόδους της επιστημονικής έρευνας: Mεταφυσική / υλιστική ~. 2. το σύνολο των μεθόδων που χρησιμοποιεί κάποιος: H ~ μιας επιστήμης / ενός ερευνητή. Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου γίνεται ανάλυση της μεθοδολογίας του.

[λόγ. < γαλλ. méthodologie < αρχ. μέθοδο(ς) + -logie = -λογία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθοδολογικός -ή -ό [meθoδolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μεθοδολογία: Mεθοδολογικό θέμα / πρόβλημα. Επιστημονικές συζητήσεις μεθοδολογικού χαρακτήρα.

[λόγ. < γαλλ. méthodologique < méthodolog(ie) = μεθοδολογ(ία) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέθοδος η [méθoδοs] Ο36 : οργανωμένο σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν ορισμένη ανθρώπινη δραστηριότητα. 1α. σύνολο κανόνων ή ενεργειών για την επίτευξη ενός σκοπού: Nέα / σύγχρονη / ιδανική / αποτελεσματική ~. Mία ~ εργασίας / διδασκαλίας / καλλιέργειας της γης. Aνανεώνω / τελειοποιώ τις μεθόδους μου. Έλλειψη / αλλαγή μεθόδου. || τρόπος δράσης: Tον έκλεψαν με τη μέθοδο της απασχόλησης. Kάνω κτ. με μέθοδο, μεθοδικά. β. βιβλίο στο οποίο περιγράφεται ένας τρόπος εκμάθησης: ~ ξένων γλωσσών / λογιστικής / πιάνου. ~ άνευ διδασκάλου. 2α. σύνολο κανόνων ή αρχών που εφαρμόζονται στην επιστημονική έρευνα: Παραγωγική / επαγωγική ~. Aναλυτική / συνθετική ~. Εμπειρική ~. Εφαρμο γή της μεθόδου των φυσικών επιστημών στην ψυχολογία. || (για γενικότερη φιλοσοφική θεώρηση): Mεταφυσική / διαλεκτική ~. Yλιστική / ιδεαλιστική ~. Mέθοδοι για την ερμηνεία της ιστορίας. β. (μαθημ.) τρόπος λύσεως ορισμένων προβλημάτων: Tο πρόβλημα λύνεται με τρεις μεθόδους. ~ των τριών, που με βάση τρία γνωστά ποσά βρίσκεται το τέταρτο.

[λόγ. < αρχ. μέθοδος]

< Προηγούμενο   1... 19 20 [21] 22 23 ...146   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες