Combined Search
| 386 items total [71 - 80] | << First < Previous Next > Last >> |
- μεταδιαβαίνω.
-
- Ξαναπηγαίνω:
- (Χρον. σουλτ. 11832‑3).
[<πρόθ. μετά + διαβαίνω]
- Ξαναπηγαίνω:
- μεταδίδω [metaδíδo] -ομαι Ρ αόρ. μετέδωσα, απαρέμφ. μεταδώσει, παθ. αόρ. μεταδόθηκα, απαρέμφ. μεταδοθεί : α. επενεργώ σε κτ. έτσι ώστε αυτό να επεκταθεί σε άλλα σημεία: Tο φιτίλι μετέδωσε τη φωτιά στο μπαρούτι. β. ενεργώ ώστε κτ. να εξαπλωθεί σε ένα ευρύτερο σύνολο, να επεκταθεί σε μεγάλο αριθμό προσώπων, διαδίδω: Aπό την Πελοπόννησο η επανάσταση μεταδόθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά. Ο δάσκαλος μεταδίδει στους μαθητές του την αγάπη για τη γνώση. || (για αρρώστια): Aρρώστιες που μεταδίδονται με τα μικρόβια. H επιδημία μεταδόθηκε ταχύτατα. γ. ανακοινώνω, γνωστοποιώ κτ. σε κπ. άλλο: ~ μια πληροφορία / ένα μήνυμα. Σου μετέδωσα ό,τι ακριβώς μου είπαν. H είδηση μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. δ. (για ραδιοτηλεοπτικά μέσα) εκπέμπω: Ο σταθμός μεταδίδει στα FM.
[λόγ. < μσν. μεταδίδω < αρχ. μεταδίδωμι `δίνω μερίδιο, μεταδίδω νόσο΄ (ελνστ. σημ.: `επικοινωνώ΄) μεταπλ. κατά το δίδωμι > δίδω]
- μεταδίδω.
-
- I. Ενεργ. μτβ.
- 1)
- α) Δίνω σε κάπ. κ. που έχω, παρέχω:
- Ενός επαίρνει η πολιτική και άλλου μεταδίδει (Σαχλ. N 398)·
- β) μεταβιβάζω, παραχωρώ:
- οι γονείς δύνανται πωλείν, μεταδίδειν … τα πράγματα τά κάμνουν (Ελλην. νόμ. 5789).
- α) Δίνω σε κάπ. κ. που έχω, παρέχω:
- 2) (Προκ. για τη θεία μετάληψη) κοινωνώ κάπ.:
- Περί νεκρού σώματος, ότι δεν το μεταδίδουν (Βακτ. αρχιερ. 171)·
- φρ. μεταδίδω την αγία κοινωνία σε κάπ. = κοινωνώ κάπ.:
- (Βακτ. αρχιερ. 149).
- 1)
- II. (Μέσ. αμτβ.) (προκ. για υγρά) αναμιγνύομαι:
- (Μάρκ., Βουλκ. 35213).
[αρχ. μεταδίδωμι. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ. μτβ.
- μεταδικτατορικός -ή -ό [metaδiktatorikós] Ε1 : που αναφέρεται στο χρονικό διάστημα ύστερα από μια δικτατορία: Οι πρώτες μεταδικτατορικές κυβερνήσεις.
[λόγ. μετα- δικτατορ(ία) -ικός]
- μετάδοση η [metáδosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταδίδω: ~ της φωτιάς / ενός νοσήματος. ~ της θερμότητας / της κίνησης / του ήχου / του ηλεκτρισμού / ενός νοσήματος. H ~ γνώσεων γίνεται ιδίως με τη διδασκαλία. ~ ενός μηνύματος / των εκλογικών αποτελεσμάτων. (για ραδιοτηλεοπτικά μέσα) Zωντανή ~.
[λόγ. < ελνστ. μετάδο(σις) -ση, αρχ. σημ.: `παροχή μεριδίου΄]
- μεταδοτικός, επίθ.
-
- Που δίνει πρόθυμα· γενναιόδωρος:
- (Τριβ., Ρε 26)·
- την φιλαργυρίαν … να την αφήσετε και να είστεν μεταδοτικοί … προς τους επτωχούς (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 351v).
[αρχ. επίθ. μεταδοτικός. Η λ. και σήμ.]
- Που δίνει πρόθυμα· γενναιόδωρος:
- μεταδοτικός -ή -ό [metaδotikós] Ε1 : (για αρρώστια) που μεταδίδεται από το ένα άτομο στο άλλο· κολλητικός· (πρβ. μολυσματικός): Mεταδοτικές ασθένειες. Mεταδοτικά νοσήματα. || (επέκτ.): Ο φόβος / ο ενθουσιασμός είναι ~.
[λόγ. < αρχ. μεταδοτικός `που δίνει απλόχερα΄ με αλλ. της σημ. κατά το μετάδοση]
- μεταδοτικότητα η [metaδotikótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα εκείνου που είναι μεταδοτικός: H ~ μιας αρρώστιας. 2. η ικανότητα για μετάδοση γνώσεων: Ο δάσκαλος εκτός από γνώσεις πρέπει να έχει και ~.
[λόγ.: 1: μεταδοτικ(ός) -ότης > -ότητα· 2: κατά τη σημ. της λ. μετάδοση]
- μεταδουλεύω· ματαδουλεύω.
-
- Υπηρετώ πάλι κάπ.:
- (Kαρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 145r).
[<πρόθ. μετά + δουλεύω]
- Υπηρετώ πάλι κάπ.:
- μετάζωα τα [metázoa] Ο40 : (ζωολ.) το σύνολο των ζώων που ο οργανισμός τους αποτελείται από πολλά κύτταρα· (πρβ. πρωτόζωα, παράζωα).
[λόγ. < νλατ. metazoa < meta- = μετα- + αρχ. ζῷα]



