Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεσοζωικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσοζωικός -ή -ό [mesozoikós] Ε1 : (γεωλ.) ~ αιώνας, η δεύτερη από τις τρεις γεωλογικές περιόδους. || για κτ. που αναφέρεται στον παραπάνω αιώνα.

[λόγ. < διεθ. mesozoic < meso- = μεσο- + -zoic < αρχ. ζω(ή) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go