Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεσεγγύηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσεγγύηση η [mesengíisi] Ο33 : (νομ.) κατάθεση ενός επίδικου πράγματος σε τρίτο πρόσωπο, έως ότου εκδοθεί η σχετική δικαστική απόφαση.

[λόγ. < μσν. μεσεγγυη(τής) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go