Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μελισσών
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μελισσών ο· μελισσιώνας.
  • Μελισσοκομείο:
    • κήπους και μελισσώνας (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. II 23
    • να στρέψει τα μελίσσια οπίσω εις τον μελισσιώναν μου (Ασσίζ. 19819).

[μτγν. ουσ. μελισσών. Ο τ. στο Somav., (λ. ‑αριά) και σήμ. ιδιωμ. Τ. ‑ώνας στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go