Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μελίκρατος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μελίκρατος, επίθ.
— Βλ. και μελίκρανος, μηλόκρανος, μηνόκρανος.
  • ?Γλυκός, γλυκομίλητος:
    • άνδρα … μελίκρατον, μείλιχον (Χρησμ. II 4 (χφ ‑νον)).

[πιθ. σχετ. με το ουσ. μελίκρατον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go