Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαστίτιδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαστίτιδα η [mastítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του μαστού.

[λόγ. < γαλλ. mastite < αρχ. μαστ(ός) -ite = -ίτις > -ίτιδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go