Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαρτυριάρης -α -ικο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρτυριάρης -α -ικο [martirjáris] Ε9 : (οικ., ιδ. για παιδί) που μαρτυρά, που προδίδει επιλήψιμες πράξεις. || (ως ουσ.).

[μαρτυρ(ιά `μαρτυρία΄ < μαρτυρ(ώ) -ιά) -ιάρης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go