Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαροκινός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαροκινός -ή -ό [marokinós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο Mαρόκο ή στους κατοίκους του ή προέρχεται από αυτό ή από αυτούς: Mαροκινή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. 2. (ως ουσ.) ο Mαροκινός, θηλ. Mαροκινή, ο κάτοικος του Mαρόκου. || (ως επίθ.): Ο ~ πρωθυπουργός.

[λόγ. Mαρόκ(ον) -ινός < ιταλ. Marocco < αραβ. Marākuş]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go