Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαρμαράς
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρμαράς ο [marmarás] Ο1 : τεχνίτης που κατεργάζεται μάρμαρα.

[μσν. μαρμαράς < μάρμαρ(ο) -άς]

[Λεξικό Κριαρά]
μαρμαράς
  • ο.
  • Μαρμαράς, λιθοξόος:
    • (Gesprächb. 1056).
  • Η λ. ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 1802).

[<ουσ. μάρμαρο(ν) + κατάλ. ‑άς. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go