Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μανοηλ
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μανοηλάτον το· μανολάτον· μανουλάτον.
  • Χρυσό βυζαντινό νόμισμα του Μανουήλ Ά Κομνηνού:
    • (Προδρ. III 65), (IV 585).

[<κύρ. όν. Μανουήλ + κατάλ. ‑άτον. Ο τ. μανολ‑ στο Du Cange]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go