Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μανικιούρ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μανικιούρ το [manikúr] Ο (άκλ.) : 1. περιποίηση και καλλωπισμός των νυχιών του χεριού: Kάνω ~. 2. μεγάλο και περιποιημένο νύχι του χεριού: Έσπασε το ~.

[γαλλ. manucure, manicure]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μανικιουρίστας ο [manikurístas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) θηλ. μανικιουρίστα [manikurísta] Ο25α : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με το μανικιούρ.

[μανικιούρ -ίστας· μανικιουρ(ίστας) -ίστα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go