Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγνητοσκοπώ [maγnitoskopó] -ούμαι Ρ10.9 : καταγράφω εικόνες σε μαγνητοταινία με ειδικό μηχάνημα· κάνω μαγνητοσκόπηση: Ο συναυλία θα μεταδοθεί μαγνητοσκοπημένη σήμερα στις εννέα το βράδυ.
[λόγ. μαγνητο(σκόπησις) -σκοπώ (αναδρ. σχημ.)]



