Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μήνη
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μήνη η.
  • Οργή, θυμός:
    • γλαγγίζεται το δόρυ μετά μήνης και θυμού (Ερμον. Κ 185· Δούκ. 2859).

[αρχ. ουσ. μήνις. Αρσ. ‑ης σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go