Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μέγκλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέγκλα [mégla & méŋgla] Ο (άκλ.) : (λαϊκ.) χαρακτηρισμός για κτ. πολύ καλό.

[ίσως αγγλ. φρ. made in Εngland `κατασκευασμένο στην Aγγλία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go