Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λυπηρό
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
λυπηρός, επίθ.· λυπερός.
  • 1) Που προκαλεί λύπη, θλιβερός:
    • (Διγ. Gr. 1937), (Αλφ. ξεν. Αθ. 50).
  • 2) Λυπημένος, θλιμμένος:
    • τον κόντον ηύραν λυπηρόν (Χρον. Μορ. H 184).
  • 3) Πένθιμος:
    • με ρούχα μαύρα, λυπηρά (Θησ. Β́ [263]).
  • Το ουδ. ως ουσ. = λύπη:
    • (Καλλίμ. 8).

[αρχ. επίθ. λυπηρός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυπηρός -ή -ό [lipirós] Ε1 : που προξενεί λύπη, δυσαρέσκεια: Λυπηρό συμβάν / γεγονός / επεισόδιο. λυπηρά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. λυπηρός]

[Λεξικό Κριαρά]
λυπηρούμαι.
  • Λυπούμαι:
    • μέρος καμάριν είχασιν και μέρος λυπηρούνται (Βυζ. Ιλιάδ. 323).

[<επίθ. λυπηρός κατά το λυπούμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go