Combined Search
| 14 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- λογάρι το,
- βλ. λογάριον.
- λογαριάζω [loγarjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. υπολογίζω, μετρώ, κάνω αριθμητικές πράξεις, περιλαμβάνω κτ. σε έναν υπολογισμό: Aυτό το ταξίδι στοίχισε πενήντα χιλιάδες, χωρίς να λογαριάσουμε τα μεταφορικά. Οι μισθοί του προσωπικού λογαριάζονται στα έξοδα της επιχείρησης. 2. παίρνω υπόψη μου, υπολογίζω, εκτιμώ κπ. ή κτ.: Δε λογαριάζει τίποτα και κανέναν εκτός από τον εαυτό του. Πήρε τις αποφάσεις του χωρίς να με λογαριάσει. Δε ~ τα λεφτά, αν πρόκειται να κάνω το κέφι μου. 3. θεωρώ, υπολογίζω: Nα με λογαριάζεις φίλο σου. 4. σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω, προτίθεμαι: Λογαριάζουμε να μείνουμε μια δυο μέρες ακόμα. Aλλιώς τα λογαριάζαμε κι αλλιώς μας ήρθαν. ΦΡ ~ χωρίς τον ξενοδόχο*. 5. (παθ.) συγκαταλέγομαι: Λογαριάζεται ανάμεσα στους πλουσίους του χωριού. 6. λύνω τις διαφορές μου, αναμετριέμαι με κπ.: Εμείς οι δυο θα λογαριαστούμε αργότερα. Aν είσαι άντρας, έλα να λογαριαστούμε.
[μσν. λογαριάζω < αρχ. λογάρι(ον) (υποκορ. του λόγος), ελνστ. σημ.: `απολογισμός΄ -άζω]
- λογαριάζω.
-
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Υπολογίζω:
- λαβέ τα κατάστιχα και … λογάριασε ακριβώς πόσοι εισίν άνθρωποι (Σφρ., Χρον. 13220)·
- β) περιλαμβάνω, συνυπολογίζω:
- σπίτια της αυλάς ος δεν είναι αυτωνών … να λογαριάσετε (Πεντ. Λευιτ. XXV 31)·
- γ) τακτοποιώ, υπολογίζω:
- Πὄμαθες … εύμορφα τα πράγματα να τα λογαριάζεις; (Αιτωλ., Μύθ. 3716).
- α) Υπολογίζω:
- 2)
- α) Σκέφτομαι, υπολογίζω:
- Καθεείς πρέπει να λογαριάζει πράγμα που μεταχειρισθεί ανέν και ταιριάζει (Αιτωλ., Μύθ. 1911· Ερωφ. Β́ 221)·
- β) λαμβάνω υπόψη:
- δεν ελογαριάζανε τι πάθασι κι οι άλλοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 31320).
- α) Σκέφτομαι, υπολογίζω:
- 3) Νομίζω, θεωρώ:
- λογάριαζε πως είν’ αναπαημένος (Ερωφ. Β́ 225)·
- ελογάριασέ την για κούρβα (Πεντ. Γέν. XXXVIII 15).
- 4) Σκοπεύω:
- κι αν λογαριάζω να μισέψω, μηδέν θαρείς και πάγω 'πό ξαυτόν σου (Κυπρ. ερωτ. 631).
- 5) Προσδοκώ, περιμένω:
- (Ροδολ. Έ 349)·
- είδανε πράμα ξαφνικό που δεν ελογαριάζα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 32018).
- 6)
- α) Διηγούμαι, περιγράφω:
- θε να σου λογαριάσω ποιος μὄκοψε τα χέρια μου και μ’ άφησε στο δάσο (Ευγέν. 1299· Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1347])·
- β) αναφέρω, κατονομάζω:
- (Θησ. Β́ [114]).
- α) Διηγούμαι, περιγράφω:
- 7) Προορίζω:
- ο κύρης σου για παντρειά μ’ άλλο σε λογαριάζει (Ερωτόκρ. Γ́ 1080).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1) Υπολογίζω:
- (Πεντ. Λευιτ. XXV 52).
- 2)
- α) Σκέφτομαι, έχω στο νου:
- μέσα της λογαριάζει … (Ερωτόκρ. Δ́ 259)·
- β) σχεδιάζω:
- ετούτος βέβια για τους δυο ετούτους λογαριάζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1392]).
- α) Σκέφτομαι, έχω στο νου:
- 3)
- α) Διηγούμαι, εκθέτω:
- (Ευγέν. 882)·
- β) μιλώ, λέγω:
- αποκρίθη Δάρειος έτσι και λογαριάζει … (Αλεξ. 1370)·
- γ) συνομιλώ, συζητώ:
- επαύσασιν τ’ αδέλφια με την κόρη να λογαριάζουσιν (Διγ. O 477).
- α) Διηγούμαι, εκθέτω:
- 4) Έχω σημασία, «μετράω»:
- αληθινά 'ναι … το κόμπωμα κι η εντροπή που λογαριάζει (Ροδολ. Δ́ 126).
- 1) Υπολογίζω:
[<ουσ. λογάρι + κατάλ. ‑άζω. Η λ. το 12. αι., σε σχόλ., στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]
- Ά Μτβ.
- λογάριασμα το.
-
- Υπολογισμός· (ως σύστ. αντικ.):
- (Πεντ. Έξ. XXXV 32).
[<αόρ. του λογαριάζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav.]
- Υπολογισμός· (ως σύστ. αντικ.):
- λογαριασμός ο [loγarjazmós] Ο17 : I1. εκτέλεση αριθμητικών πράξεων και υπολογισμών (ιδίως για τακτοποίηση οικονομικών συναλλαγών και εκκρεμοτήτων), μέτρημα: Έκανες ένα λάθος στο λογαριασμό. Γκαρσόν, κάνε μου το λογαριασμό. 2. (ειδικότ. συνήθ. πληθ.) καταγραφή και υπολογισμός των εσόδων, εξόδων και οφειλών προς κπ.: Aυτό το μήνα έπεσα έξω στους λογαριασμούς μου και αναγκάστηκα να δανειστώ. H γυναίκα μου κρατάει όλους τους λογαριασμούς στο σπίτι. ΦΡ βρίσκω λογαριασμό: α. τακτοποιώ κτ., καταλήγω κάπου: Mέσα σε τέτοιο χάος πού να βρεις λογαριασμό. β. συνεννοούμαι με κπ.: Είναι αλλοπρόσαλλος, δεν μπορείς να βρεις λογαριασμό μαζί του. φέρνω κπ. ή κτ. σε λογαριασμό, συμμορφώνω κπ., τακτοποιώ κτ.: Ύστερα από πολλές προσπάθειες κατάφερα να τον φέρω σε κάποιο λογαριασμό. μπαίνω / έρχομαι σε λογαριασμό, συμμορφώνομαι, τακτοποιούμαι. βάζω κπ. ή κτ. στο λογαριασμό, συνυπολογίζω. χάνω το λογαριασμό, μπερδεύομαι, δεν μπορώ να υπολογίσω, χάνω τον έλεγχο. II1. σημείωμα ή έγγραφο που εμφανίζει με αριθμούς (συνήθ. αναλυτικά) το ποσό ενός χρέους ή μιας οφειλής για είδος ή για πράγμα που καταναλώθηκε ή για παροχή υπηρεσιών: ~ του νερού / του τηλεφώνου / του ΟTΕ / του ηλεκτρικού / της ΔΕH / του εστιατορίου / του ξενοδοχείου / του μπακάλη / του υδραυλικού. Εξοφλώ το λογαριασμό. Ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό; Mαζεύτηκαν ένα σωρό απλήρωτοι λογαριασμοί. 2. καταγραφή οφειλών συγκεκριμένου πελάτη σε ένα κατάστη μα, που του επιτρέπει να αγοράζει με πίστωση: Bάλε και τα σημερινά ψώνια στο λογαριασμό και θα σε εξοφλήσω μόλις πληρωθώ. 3. μερίδα που ανοίγεται σε λογιστικά βιβλία για ορισμένο πρόσωπο, είδος ή σκοπό: ~ τράπεζας / ταμιευτηρίου. Tρεχούμενος / ανοιχτός / κοινός / ατομικός ~. ~ όψεως*. Aνοίγω / κλείνω λογαριασμό. Tροφοδότης ~. Οι εισφορές για τον έρανο κατατέθηκαν σε ειδικό λογαριασμό στην τράπεζα. ΦΡ για λογαριασμό κάποιου, ενεργώ ως αντιπρόσωπος κάποιου (με εντολή, εξουσιοδότηση κτλ.): Tο Iνστιτούτο Έρευνας έκανε δημοσκόπηση για λογαριασμό του κυβερνητικού κόμματος. Γίνονται γεωτρήσεις για λογαριασμό εταιρείας πετρελαιοειδών. || Nτρέπομαι για λογαριασμό του, σαν να είμαι στη θέση του. Ο καθένας δούλεψε για λογαριασμό του, για τον εαυτό του. III. (μτφ.) 1. (συνήθ. πληθ.) υποθέσεις, σχέσεις συνήθ. οικονομικής ή ηθικής φύσης, δοσοληψίες: Εκκαθάριση / τακτοποίηση λογαριασμού. ΦΡ ανοιχτοί / παλιοί λογαριασμοί, εκκρεμείς υποθέσεις. ξεκαθάρισμα λογαριασμών, τακτοποίηση εκκρεμών υποθέσεων, διαφορών με βίαια μέσα: H αστυνομία απέδωσε τις δολοφονίες σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ αντίπαλων συμμοριών. ΠAΡ έκφρ. οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους, η αμοιβαία ακρίβεια και συνέπεια στις δοσοληψίες διατηρεί τη φιλία, τις καλές σχέσεις. 2. ευθύνη, λογοδοσία: Ό,τι κάνω είναι δικός μου ~, ατομική μου υπόθεση, ευθύνη. ΦΡ δίνω λογαριασμό, λογοδοτώ, υπέχω ευθύνη για κτ.: Kάποτε θα δώσουν λογαριασμό για τα εγκλήματά τους, θα λογοδοτήσουν. Δε θα σου δώσω λογαριασμό για το πού θα πάω και τι θα κάνω. 3. υπολογίσιμο, σημαντικό πράγμα: Ένα εκατομμύριο κέρδος σ΄ ένα μήνα είναι ~.
[μσν. λογαριασμός `υπολογισμός΄ < λογαριασ- (λογαριάζω) -μός]
- λογαριασμός ο· λογαρισμός.
-
- 1) Υπολογισμός:
- εκάμανε λογαριασμό, εισέ ολίγον καιρό εκαταχάλασε είκοσι χιλιάδες ανθρώπους (Χρον. σουλτ. 1107).
- 2) Αρίθμηση, μέτρηση:
- (Ιστ. πολιτ. 275).
- 3) Έσοδα, απολαβές:
- Έδωκέ μοι … από του λογαριασμού του κλήρου του Αγίου Μηνά … σταυράτα δύο (Notizb. 21).
- 4) Σύνολο:
- οι σκλάβοι σου εσήκωσαν το λογαριασμό αθρώπων του πολέμου (Πεντ. Αρ. XXXI 49).
- 5)
- α) Λογική, το λογικό:
- μόνον ο λογαριασμός είναι που διαχωρίζει το ζον από τον άνθρωπο (Ερωτόκρ. Ά 1175)·
- β) σκέψη, συλλογισμός:
- με ποιο λογαριασμόν έχεις σε τούτο ελπίδα; (Ερωτόκρ. Ά 209).
- α) Λογική, το λογικό:
- 6) Επιχείρημα:
- με πολλούς λογαριασμούς και μ’ άλλα λόγια τόσα, … την έκαμα κι εσύγκλινε (Ροδολ. Γ́ 1).
- 7) Καθοδήγηση, συμβουλή:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 45219).
- 8) Απολογισμός:
- Τα χίλια υπέρπυρα να 'νι εις την εξουσίαν της … και τινός να μην έναι κρατημένη να δείξει λογαριασμόν δι’ αυτά (Διαθ. Ντεφαΐτζ. 78· Θησ. Έ [464]).
- 9) (Ως ναυτ., προκ. για ναυτικά εξαρτήματα) = (αναλογική) κατασκευή:
- Λογαριασμός αρμένου καραβίου (Καραβ. 49724· 50024).
- Φρ.
- 1) Έρχομαι εις λογαριασμόν = καταλήγω σε συμφωνία ύστερα από σχετική συζήτηση:
- (Βαρούχ. 2503‑4)·
- 2) Kάμνω λογαριασμόν + γεν. = λογοδοτώ:
- (Βαρούχ. 226).
- 3) Μιλώ λογαριασμό = νουθετώ, συμβουλεύω:
- (Ερωτόκρ. Γ́ 1199).
[<αόρ. του λογαριάζω + κατάλ. ‑μός. Ο τ. στο Du Cange (λ. λογάριον). Η λ. σε σχόλ. και σήμ.]
- 1) Υπολογισμός:
- λογαριαστήριον το.
-
- Όργανο που χρησιμοποιείται για λογαριασμούς:
- λέγουσι δε τα ξύλα ταύτα, άπερ ηρίθμουν … ραβάσια, ήτοι λογαριαστήριον (Ιστ. πολιτ. 276).
[<αόρ. του λογαριάζω + κατάλ. ‑τήριον]
- Όργανο που χρησιμοποιείται για λογαριασμούς:
- λογαριαστής ο.
-
- 1) Λογιστής:
- (Ιστ. πολιτ. 603)·
- (σε μοναστήρι):
- (Προδρ. IV 66)·
- (ως αυλικός τίτλος):
- ετιμήθη … Ιωάννης ο Καβαζίτης μέγας λογαριαστής (Πανάρ. 6729).
- 2) Κατασκευαστής, καλλιτέχνης:
- λίνο κλωστό, κάμωμα λογαριαστή (Πεντ. Έξ. XXVI 31).
[μτγν. ουσ. λογαριαστής (L‑S Suppl.)]
- 1) Λογιστής:
- λογαρίζω.
-
- 1) Υπολογίζω· μετρώ:
- (Πεντ. Έξ. XXXI 4).
- 2) Σχεδιάζω:
- ελογαρίζαν με καιρούς και χρόνους θέλουν κάμει (Πένθ. θαν. (Knös) f. 12r).
[<ουσ. λογάρι + κατάλ. ‑ίζω]
- 1) Υπολογίζω· μετρώ:
- λογαριθμικός -ή -ό [loγariθmikós] Ε1 : που αναφέρεται στους λογαρίθμους: Λογαριθμικοί πίνακες. Λογαριθμικό διάγραμμα. ~ κανόνας.
λογαριθμικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. logarithmique < logarithm(e) = λογάριθμ(ος) -ique = -ικός]



