Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λελογισμένος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λελογισμένος -η -ο [lelojizménos] Ε3 : (λόγ.) που γίνεται με περίσκεψη, με λογική, με μέτρο: Πρέπει να γίνεται λελογισμένη χρήση των φαρμάκων. Έκανε λελογισμένη χρήση των χρημάτων που διαχειριζόταν.

[λόγ. < αρχ. λογίζομαι (μέσο ρ.) `λογαριάζω, υπολογίζω΄, σφαλερή δημιουργία μππ. κατά το αρχ. επίρρ. λελογισμένως ή κατά το αρχ. αντ. ἀλόγιστος, μτφρδ. γαλλ. modéré]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go