Combined Search
| 8 items total [1 - 8] | << First < Previous Next > Last >> |
- λάγκα η.
-
- ?Κοιλότητα του εδάφους:
- του ήλθεν (ενν. του Ιακώβ) εις την λάγκαν με ένα αστροπελέκι και εκράτυνέ του το λαγγόνι και εκούτσαινεν αποτότες (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 144v (ιταλ. κείμ. dell’ anca)).
[πιθ. <ιταλ. lanca, που συγχέεται με το l’ anca, αν όχι σχετ. με το λαγγόνι (βλ. ά.). Πβ. λ. λάγγας στο Du Cange App.]
- ?Κοιλότητα του εδάφους:
- λαγκά τα,
- βλ. λαγκός.
- λαγκαδάκι το.
-
- Μικρό λαγκάδι:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1559).
[<ουσ. λαγκάδιν + κατάλ. ‑άκι. Η λ. και σήμ.]
- Μικρό λαγκάδι:
- λαγκάδι το [laŋgáδi] Ο44 : στενή, δασωμένη κοιλάδα ανάμεσα σε βουνά: Aντηχούν απ΄ τις φωνές τους τα λαγκάδια κι οι ρεματιές.
[μσν. λαγκάδιν (και λαγκά δα < λαγκάδ(ιν) μεγεθ. -α) υποκορ. του λάκκ(ος) -άδιν (πρβ. ελνστ. λακ(κ)ας· φάραγγας) με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ]
- λαγκαδιά η [laŋgaδjá] Ο24 : το λαγκάδι.
[λαγκάδ(ι) -ιά]
- λαγκάδιν το· λαγκάδι.
-
- α) Στενή δασωμένη κοιλάδα:
- (Διγ. Ζ 3027)·
- στα λαγκάδια τα βαθιά, τ’ άγρια, τα δασωμένα, οπού 'ναι μέσα τα θεριά κι όρνια κατοικημένα (Ερωτόκρ. Β́ 1381)·
- (προκ. για τον Άδη):
- σ’ εκείνο το σκληρότατο και σκοτεινό λαγκάδι (Ζήν. Ά 28)·
- (μεταφ.):
- τα λαγκάδια, τουτέστιν οι χαμηλοί και ταπεινοί (Ροδινός 113)·
- έκφρ. του κόσμου το λαγκάδι = η επίγεια ζωή:
- (Πικατ. 349)·
- β) λόφος, βουνό:
- κατωθιό τις ποδιές του λαγκαδιού (Πεντ. Δευτ. IV 49)·
- έκφρ. λαγκάδια του κόσμου ή του ναιώνα = βουνά αιώνια, άφθαρτα:
- (Πεντ. Γέν. XLIX 26, Δευτ. XXXIII 15).
[<ουσ. λαγκάς ‑άδα (βλ. ά.) + κατάλ. ‑ι(ο)ν (Kahane, GR I 327-9)· λιγότερο πιθ. <ουσ. λακκάδι(ον) <λάκκος (Κουκουλές). Τ. ‑ιον το 10. αι. Η λ. και σήμ. ποντ. Ο τ. στο Meursius (‑η) και σήμ.]
- α) Στενή δασωμένη κοιλάδα:
- Λαγκαδιώτης ο.
-
- Αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τη Λαγκάδα (Ρόδος· εδώ πιθ. ως κύρ. όν., Henrich 1987: 150 σημ. 30):
- (Γεωργηλ., Θαν. 467).
[<τοπων. Λαγκάδα + κατάλ. ‑ιώτης. Η λ. το 15. αι. (κύρ. όν.), στο Somav. (κοινό) και σήμ. (εθν. και κύρ. όν.)]
- Αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τη Λαγκάδα (Ρόδος· εδώ πιθ. ως κύρ. όν., Henrich 1987: 150 σημ. 30):
- λαγκάς ‑άδα η.
-
- Λαγκάδι, δασωμένη κοιλάδα:
- σπήλαιον … μέσα εις δύο βουνία, εις μίαν λαγκάδα απέσω (Χρον. Μορ. H 5428).
[<ουσ. λάγκος (βλ. και λαγκός) + κατάλ. ‑άς ‑άδα (Kahane, GR I 327-9). Η λ. (‑άς) τον 6. αι. (‑γγ‑, Du Cange, Lampe)· ο τ. ‑άδα και σήμ. ιδιωμ. και ως τοπων.]
- Λαγκάδι, δασωμένη κοιλάδα:



