Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κόρα
44 items total [41 - 44]
[Λεξικό Κριαρά]
κορασοπούλα η· κορασιοπούλα.
  • 1) Κοριτσάκι, κοπελίτσα:
    • (Πανώρ. Α´ 247).
  • 2) Ακόλουθος, θεραπαινίδα:
    • κορασοπούλες ετρέξαν εις την κλίνην της (ενν. της κόρης) … να την παρηγορήσουν (Διγ. O 102).

[<ουσ. κορασ(ι)ά + κατάλ. πούλα]

[Λεξικό Κριαρά]
κοράτσα η· κουράτσα.
– Πβ. και κουράσσα.
  • Θώρακας, πανοπλία:
    • μια κοπανιά δίδει … και την κοράτσα επέρασε, το σιδερό ζιπόνι (Ερωτόκρ. Δ´ 1877).

[<βεν. corazza. Η λ. και ο τ. στο Meursius (λ. κουράτζα)]

[Λεξικό Κριαρά]
κορατσίνα η.
  • Καρακάξα·
    • (σε παροιμ.):
      • «κορατσίνα πάντα καθίζει σιμά εις άλλην κορατσίνα» (Θεματογραφία 20).

[<ουσ. *κορακίνη (Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Β´ 98). Τ. ντζίνα στο Somav. (λ. καρακάξα) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κορατσωμένος, μτχ. επίθ.
  • Θωρακισμένος, που φορεί θώρακα:
    • (Σαχλ. Β´ PM 681).

[μτχ. παρκ. του *κορατσώνω <ουσ. κοράτσα + κατάλ. ώνω. Η. λ. και σήμ. ιδιωμ. (Pern., Ét. linguist. III 438)]

< Previous   1 2 3 4 [5]   Next >
Go to page:Go