Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοντός -ή -ό
22 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντός ο [kondós] Ο17 : α. (λόγ.) το κοντάρι: Ο ~ της σημαίας. β. (αθλ.) Άλμα επί κοντώ, αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής πρέπει να περάσει ένα ψηλό εμπόδιο με τη βοήθεια ειδικού ελαστικού κονταριού.

[λόγ.: α: αρχ. κοντός· β: σημδ. γερμ. Stabhochsprung]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντός -ή -ό [kondós] Ε1 συγκρ. κοντότερος και κοντύτερος : 1. (για έμψ.) του οποίου το ύψος είναι μικρότερο από αυτό που θεωρείται κανονικό ή συνηθισμένο. ANT ψηλός: ~ άντρας. Kοντή γυναίκα. Kοντό άλογο. Είναι λίγο πιο ~ από μένα. 2. για κτ. του οποίου το μήκος είναι μικρότερο από αυτό που θεωρείται κανονικό ή συνηθισμένο. ANT μακρύς: Έκοψε τα μαλλιά της κοντά. Έχει κοντά πόδια. Tα μανίκια μού έρχονται κοντά. || Φουστάνι με κοντά μανίκια, που σταματούν πάνω από τον αγκώνα. Φοράει ακόμα κοντά παντελόνια, των οποίων το μήκος σταματά επάνω από το γόνατο. Είναι μόδα οι κοντές φούστες, και ως ουσ. τα κοντά: Δεν της πηγαίνουν τα κοντά. ΦΡ ~ ψαλμός* αλληλούια. Kυριακή* κοντή γιορτή. (λέει) ο ένας το κοντό του κι ο άλλος το μακρύ του, για διαφορετικές γνώμες, απόψεις επάνω σε ένα θέμα, συνήθ. άσχετες και περιττές. κοντά τα χέρια* σου. κοντούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. || (ως ουσ.) η κοντούλα*. κοντούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. κοντούλικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. κοντούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. κοντός < αρχ. ουσ. κοντός `κοντάρι΄ (σύγκρ. επίθ. κρύος < αρχ. ουσ. τό κρύοςκοντ(ός) -ούλης· κοντ(ός) -ούτσικος]

[Λεξικό Κριαρά]
κόντος (I) ο· κούντος.
  • Τίτλος ευγενείας στη φεουδαρχική Δύση, κόμης:
    • (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 285).

[<ιταλ. conte. Η λ. στο Meursius]

[Λεξικό Κριαρά]
κοντός (I) ο· κόντος, (Φυσιολ. 37132).

[αρχ. ουσ. κοντός]

[Λεξικό Κριαρά]
κόντος (II) ο.
  • Λογαριασμός:
    • (Σεβήρ., Διαθ. 19027
    • φρ. κάνω κόντο, βλ. κάμνω Φρ. 52.

[<ιταλ. conto. Τ. κού‑ σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κοντός (II), επίθ.· κονδός.
  • 1) (Προκ. για μήκος, ανάστημα) κοντός:
    • επιάσαν τα κοντ’ άρματα κι εφήκαν τα μεγάλα (Ερωτόκρ. Δ´ 1838· Προδρ. I 161).
  • 2) (Προκ. για διάρκεια) σύντομος:
    • ολίγη έναι και κοντή εσένα η ζωή σου (Αλεξ. 2448).
  • 3)
    • α) (Προκ. για συγγένεια) «στενός»:
      • (Μαχ. 30614
    • β) έμπιστος:
      • τους κοντότερους δροσίζει (ενν. των αυθέντων η αγάπη) (Πτωχολ. P 74).
  • 4) Έκφρ. εν κοντῴ, βλ. εν Δ´3 έκφρ.
  • 5) Έκφρ. της κοντής = σύντομα:
    • (Θησ. Πρόλ. [152]).

[ουσ. κοντός ως επίθ. Βλ. και κοντά τα. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντοσούβλι το [kondosúvli] Ο44 : μικρή σούβλα στην οποία ψήνεται κρέας κομμένο σε μικρά κομμάτια. || το κρέας που ψήνεται με αυτόν τον τρόπο.

[κοντο- 1 + σούβλ(α) -ι]

[Λεξικό Κριαρά]
κοντόσπαθο το.
  • Kοντό σπαθί:
    • (Bαρούχ. 11814).

[<επίθ. κοντός + ουσ. σπαθί]

[Λεξικό Κριαρά]
κοντοστάβλαινα η.
  • Σύζυγος του κοντοστάβλη:
    • (Μαχ. 53826).

[<ουσ. κοντοστάβλης + κατάλ. αινα]

[Λεξικό Κριαρά]
κοντοστάβλης ο.
  • Ανώτατος αξιωματικός, αυλάρχης (αξιωματικός τρίτος στη στρατιωτική ιεραρχία μετά τον πρωτοστάτορα και τον μέγα στρατοπεδάρχη):
    • (Ερωτοπ. 451), (Βουστρ. 1801).

[<βεν. contestabile. Βλ. και κονοστάβλος]

< Previous   [1] 2 3   Next >
Go to page:Go