Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κομμώ
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόμμωση η [kómosi] Ο33 : ο τρόπος με τον οποίο είναι χτενισμένα τα μαλλιά· χτένισμα: Περίπλοκη / απλή ~. Οι καινούριες κομμώσεις.

[λόγ. < ελνστ. κόμμω(σις) `εξεζητημένη περιποίηση΄ -ση κατά τη σημ. του κομμωτής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομμωτήριο το [komotírio] Ο40 : ειδικό κατάστημα όπου γίνεται κόψιμο, περιποίηση και χτένισμα των γυναικείων κυρίως μαλλιών: Tι ώρα θα πας στο ~;

[λόγ. κομμω(τής) -τήριον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομμωτής ο [komotís] Ο7 θηλ. κομμώτρια [komótria] Ο27 : επαγγελματίας που είναι ειδικός στις γυναικείες κομμώσεις. κομμωτριούλα η YΠΟKΟΡ 1. νεαρή κομμώτρια. 2. (μειωτ.) ασήμαντη ή αδέξια κομμώτρια.

[λόγ. < ελνστ. κομμωτής· λόγ. κομμω(τής) -τρια· κομμώτρι(α) -ούλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομμωτικός -ή -ό [komotikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κόμμωση ή με τον κομμωτή: H κομμωτική τέχνη και ως ουσ. η κομμωτική.

[λόγ. < ελνστ. κομμωτικός `που προορίζεται για καλλωπισμό΄ κατά τη σημ. της λ. κομμωτής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go