Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοκόρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοκόρι το [kokóri] Ο44 : 1. ο νεαρός κόκορας. 2. ο κόκορας, συνήθ. στον πληθ.: Mαλώνουν / τρώγονται σαν τα κοκόρια, με μεγάλη επιθετικότητα. (έκφρ.) ξυπνάει / σηκώνεται με τα κοκόρια, πολύ πρωί, χαράματα.

[κόκορ(ας) υποκορ. ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go