Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλεπτομανής -ής -ές [kleptomanís] Ε10 : (ψυχιατρ.) που πάσχει από κλεπτομανία. || (ως ουσ.).
[λόγ. < γαλλ. cleptomane < clepto(manie) = κλεπτο(μανία) -mane = -μανής]



