Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κιτρικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιτρικός -ή -ό [kitrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κίτρο: Kιτρικό οξύ, ονομασία οξέος που υπάρχει στο λεμόνι αλλά και σε άλλα φρούτα.

[λόγ. < γαλλ. citrique (-ique = -ικός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go