Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καυτηριάζω [kaftiriázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. με πυρακτωμένο εργαλείο ή με καυστική ουσία, καίω για θεραπευτικούς σκοπούς τους ιστούς ενός σώματος που έχουν υποστεί βλάβη ή νοσούν: ~ την πληγή. || Nα καυτηριάσεις τη βελόνα πριν τη χρησιμοποιήσεις. 2. (μτφ.) ελέγχω αυστηρά, επικρίνω με δριμύτητα: Tον καυτηρίασε για την πολιτική του. Στα άρθρα του καυτηριάζει την κοινωνική αδιαφορία.
[λόγ. < ελνστ. καυτηριάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καυτηρίαση η [kaftiríasi] Ο33 : 1. μέθοδος με την οποία, για θεραπευτικούς λόγους, καίγονται οι ιστοί ενός μέρους του σώματος που έχουν υποστεί βλάβη ή νοσούν. || ~ της βελόνας. 2. (μτφ.) αυστηρός έλεγχος, οξεία κριτική.
[λόγ. < μσν. καυτηρίασις < καυτηρια- (καυτηριάζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καυτηριασμός ο [kaftiriazmós] Ο17 : καυτηρίαση.
[λόγ. καυτηριασ- (καυτηριάζω) -μός (πρβ. μσν. καυστηριασμός)]



