Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταδυτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταδυτικός -ή -ό [kataδitikós] Ε1 : 1. που χρησιμεύει στην κατάδυση ή που χρησιμοποιείται από δύτες: ~ θάλαμος / κώδωνας / εξοπλισμός. Kαταδυτική συσκευή. 2. (φυσ.) ~ φακός, που ανάμεσα σε αυτόν και στο αντικείμενο παρεμβάλλεται ελαιώδες υγρό που διαθλά το φως.

[λόγ. κατάδυ(σις) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go