Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καμπούρης, επίθ.
-
- Kαμπούρης:
- (Πεντ. Λευιτ. XXI 20).
[<τουρκ. kambur. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Kαμπούρης:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμπούρης -α -ικο [kambúris] Ε9 : που έχει καμπούρα, που πάσχει από κύφωση: Ένας ~ γέρος. Aυτή η γυναίκα είναι καμπούρα. || (ως ουσ.) ο καμπούρης, θηλ. καμπούρα. (έκφρ.) δε σε είπαμε και καμπούρη / καμπούρα, σε κπ. όταν θίγεται χωρίς σοβαρή αιτία, χωρίς σοβαρό λόγο: Έλα, μην κάνεις έτσι· μια κουβέντα είπαμε, δε σε είπαμε και καμπούρη.
[μσν. καμπούρης < τουρκ. kambur -ης]



