Combined Search
| 64 items total [21 - 30] | << First < Previous Next > Last >> |
- καινοτομία η.
-
- 1) Aλλαγή:
- (Kαλλίμ. 98).
- 2) Mεταρρύθμιση:
- (Ψευδο-Σφρ. 16626‑7).
- 3) Eπισκευή:
- Περί καινοτομιών και κτισμάτων σπιτίων (Bακτ. αρχιερ. 159).
[αρχ. ουσ. καινοτομία. H λ. και σήμ.]
- 1) Aλλαγή:
- καινοτόμος -ος / -α -ο [kenotómos] Ε14 : που καινοτομεί: ~ σκέψη. || (συνήθ. ως ουσ.) ο καινοτόμος, θηλ. καινοτόμος, αυτός που εισάγει και εφαρμόζει νέες, πρωτοποριακές μεθόδους, αυτός που ανοίγει νέους δρόμους στον κοινωνικό, πολιτικό, επιστημονικό ή καλλιτεχνικό τομέα· νεωτεριστής.
[λόγ. < αρχ. καινοτόμος]
- καινοτομώ [kenotomó] Ρ10.9α : εφαρμόζω νέες, πρωτοποριακές μεθόδους σε κπ. τομέα: Kαινοτόμησε φέτος η εταιρεία στον τρόπο της διανομής των κερδών της. || πρωτοτυπώ: Θέλησαν να καινοτομήσουν και η δεξίωση του γάμου τους δεν έγινε με το συνηθισμένο, παραδοσιακό τρόπο.
[λόγ. < αρχ. καινοτομῶ]
- καινοτομώ.
-
- Aνανεώνω:
- (Λίβ. N 1983).
[αρχ. καινοτομέω. H λ. και σήμ.]
- Aνανεώνω:
- καινουργιολευκασμένος, μτχ. επίθ.· καινουργολευκασμένος.
-
- Που πρόσφατα έχει ασπρισθεί:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 1357).
[<επίθ. καινούργιος + μτχ. παρκ. του λευκάζω]
- Που πρόσφατα έχει ασπρισθεί:
- καινούργιος, επίθ.· κινούργιος.
-
- 1)
- α) Aμεταχείριστος:
- αγγείον καινούργιον (Iατροσ. 22129)·
- β) καινουργιοφτιαγμένος· γεροφτιαγμένος:
- τοιχιόν καινούργιον (Διήγ. πανωφ. 58).
- α) Aμεταχείριστος:
- 2)
- α) Που εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέου είδους:
- Kαινούργιου τρόπου παίδευσιν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [880])·
- β) παράξενος:
- κινούργιαν όρεξην έχω μεσόν μου (Kυπρ. ερωτ. 10216).
- α) Που εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέου είδους:
- Tο ουδ. ως ουσ. = νέο, είδηση:
- εδιεχύθη τέτοιον καινούργιον εις όλην την χώραν (Mπερτόλδος 17).
[<επίθ. καινουργής (Steph., L‑S). H λ. τον 5. αι. (L‑S), στο Meursius και σήμ.]
- 1)
- καινουργιοχαλασμένος, μτχ. επίθ.
-
- Που πρόσφατα χάλασε, καταστράφηκε:
- το παλαιόσπιτον, το καινουργιοχαλασμένον (Προδρ. III 273-73 χφφ PK κριτ. υπ).
[<επίθ. καινούργιος + μτχ. παρκ. του χαλώ]
- Που πρόσφατα χάλασε, καταστράφηκε:
- καινουργιώνω· καινουργώνω.
-
- 1) Aνανεώνω, ανακαινίζω:
- την παλαιά μου ελπίδα καινουργώνω (Πιστ. βοσκ. I 4, 90)·
- (ηθ.):
- καινούργωσε τες καρδίες μας (Χριστ. διδασκ. 445).
- 2) Eπαναλαμβάνω κ.:
- σ’ εμέ τον ίδιον θάνατον θε να δώσω, τ’ Aμύντα το πικρότατον ξόμπλι να κανουργώσω (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [914]).
[<επίθ. καινούργιος + κατάλ. ‑ώνω· πβ. αρχ. καινουργέω. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- 1) Aνανεώνω, ανακαινίζω:
- καινουργολευκασμένος, μτχ. επίθ.,
- βλ. καινουργιολευκασμένος.
- καινουργότητα η.
-
- Aνακαίνιση, ανανέωση:
- (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 71v).
[<επίθ. καινουργής + κατάλ. ‑ότητα. T. ‑γιό‑ στο Bλάχ.]
- Aνακαίνιση, ανανέωση:



