Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθηγούμενος ο [kaθiγúmenos] Ο20α θηλ. καθηγουμένη [kaθiγuméni] Ο30 γεν. πληθ. καθηγουμένων : ηγούμενος μονής.
[λόγ. < μσν. καθηγούμενος, ελνστ. σημ.: `οδηγός΄ μπε. του αρχ. ρ. καθηγοῦμαι `οδηγώ΄· λόγ. καθηγού(μενος) -μένη]
[Λεξικό Κριαρά]
- καθηγούμενος ο.
-
- Hγούμενος μοναστηριού:
- (Φυσιολ. (Zur.) XXXXIII 310).
[μτχ. ενεστ. του αρχ. καθηγέομαι ως ουσ. Η λ. τον 4. αι. (Lampe, λ. ‑έομαι 4b) και σήμ.]
- Hγούμενος μοναστηριού:



