Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιχθυοτρόφος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιχθυοτρόφος ο [ixθiotrófos] Ο18 : ο επαγγελματίας που ασχολείται με την ιχθυοτροφία.

[λόγ. < ελνστ. ἰχθυοτρόφος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go