Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεαματικότητα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεαματικότητα η [θeamatikótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του θεαματικού. 2. σύνολο, ποσοστό ανθρώπων που παρακολουθούν ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα· τηλεθέαση2: Yψηλή ~.

[λόγ. θεαματικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go