Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θαλασσινός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
θαλασσινός, επίθ.
  • Που προέρχεται από τη θάλασσα:
    • εγύρισεν ο Κύριος άνεμο θαλασσινό (Πεντ. Έξ. X 19).
  • Η λ. ως τοπων.:
    • στον κάμπον του Θαλασσινού (Χρον. Μορ. H 3636).

[<ουσ. θάλασσα + κατάλ. ινός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαλασσινός -ή -ό [θalasinós] Ε1 : 1. που ανήκει, που αναφέρεται στη θάλασσα, που γίνεται σ΄ αυτήν, που προέρχεται από αυτήν: Θαλασσινές ιστορίες. Θαλασσινά μπάνια / ταξίδια. Θαλασσινά ψάρια. Θαλασσινό νερό, το αλμυρό νερό της θάλασσας· θαλασσόνερο: Πισίνα που τη γεμίζουν με θαλασσινό νερό. ~ αέρας. ANT στεριανός. 2. (ως ουσ.) α. ο θαλασσινός: α1. αυτός που κατοικεί σε παραθαλάσσια περιοχή ή σε νησί, ή που κατάγεται από κει. ANT στεριανός. α2. αυτός που η εργασία του σχετίζεται άμεσα με τη θάλασσα· (πρβ. ναυτικός): H ζωή των θαλασσινών είναι σκληρή. β. τα θαλασσινά, τα διάφορα οστρακόδερμα και γενικότερα τα βρώσιμα ζώα της θάλασσας εκτός από τα ψάρια: Για μεζέ φάγαμε μύδια, στρείδια, χταποδάκι και άλλα θαλασσινά.

[θάλασσ(α) -ινός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go