Παράλληλη αναζήτηση
| 36 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Θεάνθρωπος ο [θeánθropos] Ο19 : επωνυμία του Iησού Xριστού για να δηλωθεί η διπλή φύση του.
[λόγ. < ελνστ. θεάνθρωπος]
[Λεξικό Κριαρά]
- Θεάνθρωπος ο.
-
- (Ως επων. του Χριστού) αυτός που έχει συγχρόνως θεία και ανθρώπινη φύση:
- (Προδρ. III 258).
[μτγν. ουσ. θεάνθρωπος. Η λ. και σήμ.]
- (Ως επων. του Χριστού) αυτός που έχει συγχρόνως θεία και ανθρώπινη φύση:
[Λεξικό Κριαρά]
- θεάρεσκος, επίθ.
-
- Θεάρεστος:
- θεάρεσκον έργον (Κύριλλ. Κων/π. 375).
[<επίθ. θεάρεστος με επίδρ. του αρέσκω. Πβ. ουσ. ‑ία (Lampe)]
- Θεάρεστος:
[Λεξικό Κριαρά]
- θεάρεστα, επίρρ.
-
- Όπως αρέσει στο Θεό, με ευσέβεια:
- θεάρεστα να ζήσουν (Χριστ. διδασκ. 126).
[<επίθ. θεάρεστος. Η λ. στο Somav. (λ. θεαρέστως)]
- Όπως αρέσει στο Θεό, με ευσέβεια:
[Λεξικό Κριαρά]
- θεάρεστος, επίθ.
-
- Αρεστός στο Θεό, ευσεβής:
- προς έργον θεάρεστον να σε παρακινήσω (Μαρκάδ. 128).
[μτγν. επίθ. θεάρεστος. Η λ. και σήμ.]
- Αρεστός στο Θεό, ευσεβής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεάρεστος -η -ο [θeárestos] Ε5 : (συνήθ. για πράξεις) που είναι αρεστός στο Θεό: Θεάρεστο έργο. H ελεημοσύνη είναι πράξη θεάρεστη.
[λόγ. < ελνστ. θεάρεστος (< θεός)]
[Λεξικό Κριαρά]
- θεαρχικός, επίθ.
-
- Θείος (κατεξοχήν):
- της Τριάδος … της θεαρχικοτάτης (Βίος αγ. Νικ. 112).
[<ουσ. θεαρχία + κατάλ. ‑ικός. Η λ. τον 4. αι.]
- Θείος (κατεξοχήν):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θέαση η [θéasi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θεώμαι: Γεγονότα που επέβαλαν μια καινούρια ~ της νεότερης ιστορίας μας.
[λόγ. < ελνστ. θέα(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεατής ο [θeatís] Ο7 : 1. αυτός που παρακολουθεί ένα οργανωμένο θέαμα, μια παράσταση: ~ του θεάτρου / του κινηματογράφου / του ποδοσφαίρου. Οι θεατές όρθιοι χειροκροτούσαν τους ηθοποιούς. H παράσταση προκάλεσε τις ζωηρές επιδοκιμασίες / αποδοκιμασίες των θεατών. || Οι θεατές της τηλεόρασης, οι τηλεθατές. 2. αυτός που βλέπει, που παρακολουθεί ένα θέαμα: α. με κάποιο ενδιαφέρον, με ηθελημένη ή αθέλητη συμμετοχή: Yπήρξαν / έγιναν θεατές μιας μεγάλης καταστροφής. β. αδιάφορα, χωρίς συμμετοχή: Έμειναν (απλοί) θεατές του επεισοδίου. H Ελλάδα δεν πρέπει να παίξει το ρόλο του (απλού) θεατή των τεχνολογικών εξελίξεων.
[λόγ. < αρχ. θεατής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεατός -ή -ό [θeatós] Ε1 : που φαίνεται, που μπορεί κανείς να τον δει· ορατός. ANT αθέατος: H θεατή και η αθέατη πλευρά ενός αντικειμένου / ενός ζητήματος. Φωτογραφίες από τη θεατή πλευρά της Σελήνης.
[λόγ. < αρχ. θεατός]



