Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευδοκία
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ευδοκία η.
  • (Συν. του Θεού) εύνοια, χάρη:
    • κατ’ ευδοκία του Θεού ηδέως εκινήθην (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 29).

[μτγν. ουσ. ευδοκία. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go