Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επισύναψη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επισύναψη η [episínapsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επισυνάπτω.

[λόγ. επισυναπ- (επισυνάπτω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go