Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επί
821 εγγραφές [481 - 490]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιπρόσθετος -η -ο [epiprósθetos] Ε5 : (λόγ., ιδ. για έμφαση) που προστίθεται σε αυτό που ήδη υπάρχει, πρόσθετος. επιπροσθέτως & επιπρόσθετα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. επι- πρόσθετος· λόγ. επιπρόσθετ(ος) -ως]

[Λεξικό Κριαρά]
επιπροσθώ.
  • Μπαίνω, βρίσκομαι μπροστά:
    • (Ιερακοσ. 39331).

[αρχ. επιπροσθέω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίπτωση η [epíptosi] Ο33 : η επίδραση, συνήθ. βλαπτική, που ασκεί κτ. σε κτ. άλλο: Οι επιπτώσεις του καπνίσματος στην υγεία του ανθρώπου / του πληθωρισμού στην οικονομία μιας χώρας / της βιομηχανικής ανάπτυξης στο περιβάλλον. || (συνήθ. πληθ.) συνέπειες, αποτελέσματα: Σοβαρές / δυσμενείς / δυσάρεστες επιπτώσεις. Οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις ενός πολέμου.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίπτω(σις) `πέσιμο επάνω, τυχαίο γεγονός΄ -ση σημδ. γαλλ. incidence]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιπυραγός ο [epipiraγós] Ο17 : βαθμός ανώτερου αξιωματικού του πυροσβεστικού σώματος, ανώτερος από τον πυραγό και κατώτερος από τον αντιπύραρχο, αντίστοιχος με τον ταγματάρχη του στρατού ξηράς.

[λόγ. επι- πυραγός]

[Λεξικό Κριαρά]
επιρραίνω.
  • 1) Ραντίζω:
    • (Ιερακοσ. 47925).
  • 2) Αλείφω:
    • (Ορνεοσ. αγρ. 54126).

[αρχ. επιρραίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
επιρρεπής, επίθ.
  • (Προκ. για αφτί σκύλου) κρεμαστός:
    • (Κυνοσ. 5895).

[μτγν. επίθ. επιρρεπής. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιρρεπής -ής -ές [epirepís] Ε10 : (για πρόσ.) που ρέπει, που έχει τάση για κτ. συνήθ. κακό: Άνθρωπος ~ στις ηδονές / στο ψεύδος.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιρρεπής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίρρημα το [epírima] Ο49 : (γραμμ.) άκλιτη λέξη που προσδιορίζει ιδίως το ρήμα ή άλλη λέξη (επίθετο, ουσιαστικό ή άλλο επίρρημα) και δηλώνει τόπο, χρόνο, τρόπο κτλ.: Tοπικό / χρονικό / τροπικό / ποσοτικό / βεβαιωτικό / διστακτικό / αρνητικό ~. Ερωτηματικό / αναφορικό / θετικό ~. Συσχετικά επιρρήματα. Σχηματισμός / ορθογραφία των επιρρημάτων.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίρρημα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιρρηματικός -ή -ό [epirimatikós] Ε1 : (γραμμ.) που αναφέρεται στο επίρρημα και ιδίως έχει τα χαρακτηριστικά του ή χρησιμοποιείται όπως αυτό: ~ προσδιορισμός. Επιρρηματική πρόταση / μετοχή. Επιρρηματική χρήση των ουσιαστικών. Επιρρηματική έκφραση, που δηλώνει ό,τι και ένα επίρρημα. επιρρηματικά & (λόγ.) επιρρηματικώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιρρηματικός, ἐπιρρηματικῶς]

[Λεξικό Κριαρά]
επιρριζώ.
  • (Μεταφ.) ριζώνω βαθιά:
    • Το κάλλος … και δι’ ομμάτων εις ψυχήν επιρριζούν εισρέει (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 489).

[<πρόθ. επί + ριζώ]

< Προηγούμενο   1... 47 48 [49] 50 51 ...83   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες