Combined Search
| 821 items total [541 - 550] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίσκοπος ο [epískopos] Ο19 : κληρικός που έχει τον ανώτερο εκκλησιαστικό βαθμό· δεσπότης: Εκλογή / χειροτονία ενός επισκόπου. Tα ιερά άμφια του επισκόπου. || μητροπολίτης, αρχιεπίσκοπος: Σύνοδος των επισκόπων. ΠAΡ Θεωρία* επισκόπου και καρδία μυλωνά.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίσκοπος, αρχ. σημ.: `φύλακας΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- επίσκοπος ο· ’πίσκοπος.
-
- Επίσκοπος, δεσπότης:
- θρονία δεσποτάτα· κρατούν τα οι επίσκοποι (Διήγ. παιδ. 918).
[αρχ. ουσ. επίσκοπος. Η λ. και σήμ.]
- Επίσκοπος, δεσπότης:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επισκοπού [episkopú] επίρρ. τροπ. : (παρωχ.) σκόπιμα.
[λόγ. συμφυρ. των αρχ. φρ. ἀπό σκοποῦ `έξω απ΄ το στόχο΄ & ἐπί σκοπόν `προς το στόχο΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επισκοπώ [episkopó] -ούμαι Ρ10.9 : (σπάν.) κάνω επισκόπηση, εξετάζω, συνήθ. σύντομα, ένα σύνολο γεγονότων, πράξεων, πραγμάτων κτλ.
[λόγ. < αρχ. ἐπισκοπῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- επισκοπώ.
-
- (Αμτβ.) εκτελώ καθήκοντα επισκόπου:
- (Ιστ. Βλαχ. 1870).
[αρχ. επισκοπέω. Η λ. και σήμ.]
- (Αμτβ.) εκτελώ καθήκοντα επισκόπου:
[Λεξικό Κριαρά]
- επίσκωλος ο· ’πίσκωλος.
-
- Παρωδία του ουσ. επίσκοπος με επίδρ. του ουσ. κώλος:
- την ευχήν του αγίου του ’πισκώλου μας (Σπανός B 144).
- Παρωδία του ουσ. επίσκοπος με επίδρ. του ουσ. κώλος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επισμάλτωση η [epizmáltosi] Ο33 : επίστρωση επιφάνειας με σμάλτο.
[λόγ. επι- σμάλτ(ον) -ωσις > -ωση κατά το επιχρύσωσις]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επισμηναγός ο [epizminaγós] Ο17 : (στρατ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού της πολεμικής αεροπορίας, ανώτερος από το σμηναγό και κατώτερος από τον αντισμήναρχο, αντίστοιχος του ταγματάρχη του στρατού ξηράς.
[λόγ. επι- σμηναγός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επισμηνίας ο [epizminías] Ο3 : (στρατ.) βαθμός υπαξιωματικού της πολεμικής αεροπορίας, ανώτερος από το σμηνία και κατώτερος από τον αρχισμηνία, αντίστοιχος με τον επιλοχία του στρατού ξηράς.
[λόγ. επι- σμηνίας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίσπαση η [epíspasi] Ο33 : (ιατρ.) πρόκληση υπεραιμίας σε ορισμένη περιοχή του δέρματος.
[λόγ. < αρχ. ἐπίσπα(σις) `ρούφηγμα΄ -ση]



