Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίφαση η [epífasi] Ο33 : (για αφηρ. έννοια) τα τυπικά, τα εξωτερικά στοιχεία σε αντίθεση με τα ουσιώδη: ~ ελευθερίας / αλήθειας / νομιμότητας / δικαιοσύνης, φαινομενική μόνο, όχι πραγματική. Θρησκευτικός μυστικισμός με ~ ελληνικού ορθολογισμού. (λόγ. έκφρ.) κατ΄ επίφασιν, φαινομενικά, όχι πραγματικά: Kαθεστώς κατ΄ επίφασιν δημοκρατικό.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίφα(σις) -ση]



