Combined Search
| 100 items total [21 - 30] | << First < Previous Next > Last >> |
- εξωθώ [eksoθó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.ωθώ προς τα έξω, συνήθ. βίαια, κτ. 2. (μτφ.) παρακινώ έντονα ή πιεστικά κπ. να κάνει κτ. που δε θέλει: Εξωθεί τους εργάτες σε απεργία. Kαταδικάστηκε, γιατί εξώθησε στην πορνεία ένα ανήλικο κορίτσι. || οδηγώ σε δυσάρεστο αποτέλεσμα: H μοναξιά τον εξώθησε στην αυτοκτονία.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐξωθῶ `πετάω έξω΄· 2: σημδ. γαλλ. pousser]
- εξωθώ.
-
- 1) Απομακρύνω, διώχνω, εκτοπίζω:
- δυναστικῴ τρόπῳ βασιλείας τούτον εξέωσεν (Ψευδο-Σφρ. 17833).
- 2) Παραμελώ:
- πάσαν την συνήθειαν την θείαν εξωσμένην (Προδρ. ΙV 276).
[αρχ. εξωθέω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Απομακρύνω, διώχνω, εκτοπίζω:
- εξώκαρδα, επίρρ.· ’ξώκαρδα.
-
- α) (Μεταφ.) επιφανειακά:
- έχει την αγάπην εξώκαρδα (Σοφιαν., Παιδαγ. 99)·
- β) ασυναίσθητα:
- δεν τυχαίνει να προσευχομέσθεν … ’ξώκαρδα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 353ν).
[<επίρρ. έξω + ουσ. καρδιά]
- α) (Μεταφ.) επιφανειακά:
- εξωκάρπιο το [eksokárpio] Ο40 : (βοτ.) μεμβράνη που καλύπτει εξωτερικά το περικάρπιο· επικάρπιο.
[λόγ. < αγγλ. exocarpe < exo- = εξω- + αρχ. καρπ(ός) -ιον]
- εξώκαστρον το· ’ξώκαστρον· οξώκαστρον.
-
- 1) Προάστιο, περίχωρα:
- Παράγγειλε … να δώσουν των Λεβίμ … οξώκαστρο εις τα κάστρη τριγύροθέ τους (Πεντ. Αρ. ΧΧΧV 2).
- 2) Το εξωτερικό κάστρο:
- ιστάμενοι εν τῳ εξωκάστρῳ και εν τῃ τάφρῳ (Δούκ. 33113).
[<επίρρ. έξω + ουσ. κάστρον. Ο τ. ’ξώ‑ στο Βλάχ. Η λ. τον 11. αι. (LBG) και στο Βλάχ.]
- 1) Προάστιο, περίχωρα:
- εξωκοινοβουλευτικός -ή -ό [eksokinovuleftikós] Ε1 : 1.(για κόμμα ή οργάνωση) α. που υποτιμά το ρόλο της βουλής σε αντίθεση με τη δράση έξω από αυτή: H εξωκοινοβουλευτική αριστερά / δεξιά. β. που δεν εκπροσωπείται στη βουλή: Εξωκοινοβουλευτικά κόμματα. 2. (για πρόσ.) που ενώ κατέχει αξίωμα που προορίζεται συνήθ. για βουλευτές, δεν είναι βουλευτής ο ίδιος: ~ υπουργός / υφυπουργός. Tα εξωκοινοβουλευτικά μέλη του υπουργικού συμβουλίου.
[λόγ. εξω- + κοινοβουλευτικός μτφρδ. γαλλ. extra-parle mentaire]
- εξωκομματικός -ή -ό [eksokomatikós] Ε1 : που δεν έχει σχέση με συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή που δεν ανήκει σε αυτό: Εξωκομματικές παρεμβάσεις.
εξωκομματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εξω- + κομματικός]
- εξωκρινής -ής -ές [eksokrinís] Ε10 : (φυσιολ.) εξωκρινείς αδένες, αυτοί που εκκρίνουν ουσίες (ορμόνες) που αποβάλλονται στο εξωτερικό του οργανισμού ή σε κοιλότητα που επικοινωνεί με το εξωτερικό περιβάλλον. ANT ενδοκρινής.
[λόγ. < γαλλ. exocrine < exo- = εξω- + -crine < αρχ. κρί ν(ω) `ξεχωρίζω΄ -ής]
- εξωκυτταρικός -ή -ό [eksokitarikós] Ε1 : (ανατ.) που βρίσκεται ή συντελείται στο εξωτερικό του κυττάρου. ANT ενδοκυτταρικός.
[λόγ. εξω- + κυτταρικός μτφρδ. διεθ. extra- = εξω- + cellular = κυτταρικός]
- εξωλέμβιος -α -ο [eksolémvios] Ε6 : (για κινητήρα) που προσαρμόζεται σε μικρό σκάφος, ιδίως βάρκα, έτσι ώστε να βρίσκεται έξω από αυτό: Bάρκα με εξωλέμβιο κινητήρα. || (ως ουσ.) η εξωλέμβιος, για βάρκα με εξωλέμβιο κινητήρα: Ψαρεύει με εξωλέμβιο.
[λόγ. εξω- + λέμβ(ος) -ιος μτφρδ. αγγλ. outboard motor]



