Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εν
746 items total [361 - 370]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθρονίζω [enθronízo] -ομαι Ρ2.1 : εγκαθιστώ κπ. (βασιλιά, ηγεμόνα, αρχιερέα) στο θρόνο του, στο αξίωμά του· (πρβ. ανακηρύσσω, στέφω). ANT εκθρονίζω.

[λόγ. < ελνστ. ἐνθρονίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ενθρονίζω.
  • (Προκ. για ταφή) τοποθετώ:
    • (Βίος Αλ. 6073).

[μτγν. ενθρονίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθρόνιση η [enθrónisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ενθρονίζω· η εγκατάσταση κάποιου (βασιλιά, ηγεμόνα, αρχιερέα) στο θρόνο του, στο αξίωμά του· (πρβ. ανακήρυξη, στέψη)· ενθρονισμός: H τελετή της ενθρόνισης του αυτοκράτορα / του νέου αρχιεπισκόπου / του πατριάρχη.

[λόγ. ενθρονι- (ενθρονίζω) -σις > -ση (πρβ. μσν. ενθρονίασις)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθρονισμός ο [enθronizmós] Ο17 : ενθρόνιση: Ο ~ του νέου πατριάρχη.

[λόγ. < αρχ. ἐνθρονισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθυλακώνω [enθilakóno] Ρ1α : (λόγ., συνήθ. ειρ.) βάζω στην τσέπη μου πράγμα ξένο, το κλέβω· τσεπώνω.

[λόγ. εν- θύλακ(ος) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. empocher]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθύμημα το [enθímima] Ο49 : 1α.αντικείμενο που διατηρεί ή επαναφέρει κτ. στη μνήμη μας· (πρβ. ενθύμιο). β. (σπανιότ.) ό,τι (γεγονός ή συμβάν) θυμάται κάποιος· ενθύμηση, ανάμνηση. 2. (λογ.) ατελής συλλογισμός του οποίου η μια πρόταση παραλείπεται, γιατί εύκολα εννοείται.

[λόγ.: 2: αρχ. ἐνθύμημα· 1: κατά τη σημ. της λ. ενθύμιο]

[Λεξικό Κριαρά]
ενθύμημα το.
  • 1) Ανάμνηση, ενθύμιο:
    • (Λίβ. Esc. 4099).
  • 2) (Πιθ.) σκέψη, πρόθεση· επιθυμία:
    • Μα τον Θεόν, η Μαξιμού, ουκ έν το ενθύμημά σου (Διγ. Esc. 1568).

[αρχ. ουσ. ενθύμημα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθύμηση η [enθímisi] Ο33 : 1.(λόγ.) α. το να θυμάται κάποιος κτ.: H ~ των τραγικών γεγονότων. β. (συνήθ. στον πληθ.) ό,τι θυμάται κάποιος, ανάμνηση: Γλυκιά ~. Ενθυμήσεις από τα χρόνια του πολέμου. 2. (φιλολ.) πρόχειρη σημείωση στο περιθώριο χειρογράφου με την οποία ο συγγραφέας ή ο αντιγραφέας θέλει να διατηρήσει την ανάμνηση ενός αξιομνημόνευτου γεγονότος.

[λόγ. < αρχ. ἐνθύμη(σις) `εκτίμηση, έννοια, ανησυχία΄ -ση σημδ. νεοελλ. θύμηση]

[Λεξικό Κριαρά]
ενθύμησις ‑ση· αθθύμησις· ανθύμησις.
  • 1)
    • α) Σκέψη, ανάμνηση, θύμηση:
      • (Φλώρ. 1016
      • εγράφησαν εις ενθύμησιν του θανάτου (Διγ. Άνδρ. 39728
    • β) μνήμη:
      • τους ενουθέτα να έχουσι τον φόβον του Θεού εις την ενθύμησιν αυτών (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16233).
  • 2) Φρ. έχω ενθύμησιν να … = σκοπεύω να:
    • (Γλυκά, Στ. 191).
  • 3) Φρ. βάνω (εις) ενθύμησιν εις κάπ., βλ. βάνω Ι20ζ.
  • 4) Φρ. βάνω (εις) ενθύμησιν κ., βλ. βάνω Ι20ιστ.
  • 5) Φρ. έρχομαι εις ενθύμησιν = θυμούμαι:
    • (Προδρ. ΙV 38).
  • 6) Ενθύμιο:
    • δέξου διά μικράν ενθύμησιν ετούτην την ραβδέαν (Διγ. Άνδρ. 34917).
  • 7) Αφήγηση, διήγηση:
    • θέλω ποίσειν … μικρήν ανθύμησιν διά να την διαβάζουσιν (Μαχ. 219).
  • Η λ. ως προσωποπ.:
    • (Λίβ. Esc. 1131).

[αρχ. ουσ. ενθύμησις. Ο τ. αθθ‑ και σήμ. κυπρ. Η λ. (ση) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ενθυμητικός, επίθ.
  • Που θυμάται κ. πολύ:
    • ενθυμητικός γαρ του κακού ην εις άκρον (Ιστ. Ηπείρ. ΧΙV4).
  • Το ουδ. ως ουσ. = μνήμη, μνημονικό:
    • να γυμνάζομεν το ενθυμητικόν των παιδίων (Σοφιαν., Παιδαγ. 113).

[<ενθυμούμαι + κατάλ. ‑τικός. Η λ. στο LBG και στο Βλάχ.]

< Previous   1... 35 36 [37] 38 39 ...75   Next >
Go to page:Go