Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμβρυολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμβρυολόγος ο [emvriolóγos] Ο18 θηλ. εμβρυολόγος [emvriolóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στην εμβρυολογία.

[λόγ. < γαλλ. embryologue < embryo- = εμβρυο- + -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go