Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελευθεροσύνη
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ελευθεροσύνη η· λευτεροσύνη.
  • 1) Απελευθέρωση:
    • Εχάσανε τσ’ ολπίδες τως και τη λευτεροσύνη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 44625).
  • 2) (Μεταφ.) λύτρωση:
    • λειτουργίες … όσες χρειάζεται διά την ελευθεροσύνην της (Ρωσσέρ. 275).

[<επίθ. ελεύθερος + κατάλ. σύνη. Η λ. στο Βλάχ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go