Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εγκυμονούσα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγκυμονούσα η [engimonúsa] Ο25 : (λόγ.) η έγκυος.

[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. της μεε. του ρ. εγκυμονώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go