Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δολεροκακόμαγος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
δολεροκακόμαγος, επίθ.
  • Δολερός και κακός μάγος:
    • Τέχνην γυναικός δολεροκακομάγου (Λίβ. Sc. 1527).

[<επίθ. δολερός + κακόμαγος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go