Combined Search
| 1,751 items total [441 - 450] | << First < Previous Next > Last >> |
- διαμηνύω [δiaminío] -ομαι Ρ9 αόρ. και διεμήνυσα, απαρέμφ. διαμηνύσει : (λόγ.) παραγγέλλω σε κπ. κτ. μέσο κάποιου άλλου.
[λόγ. < μσν. διαμηνύω, ελνστ. σημ.: `υποδεικνύω καθαρά΄]
- διαμηνύω.
-
- I. (Ενεργ., απρόσ.) στέλνεται μήνυμα:
- διεμηνύθη ούν υπό του αυθεντός ίνα έλθῃ (Έκθ. χρον. 8113).
- II. (Μέσ.) στέλνω μήνυμα σε κάπ., παραγγέλλω:
- διεμηνύσατο ο ρήγας …, όπως στείλει αρμάδαν (αυτ. 8417).
[μτγν. διαμηνύω. Τ. ‑μηνώ σήμ. ιδιωμ.]
- I. (Ενεργ., απρόσ.) στέλνεται μήνυμα:
- διαμιάς [δ(ia)mnás] επίρρ. τροπ. : μεμιάς.
[λόγ. διά + μιας μτφρδ. του λαϊκού με μιας]
- διαμιάς, επίρρ.
-
– Βλ. και γιαμιά.
- Αμέσως:
- εις ώραν ολιγούτσικην πέντε διαμιάς εσώσαν (Απόκοπ. 439).
[<συνεκφ. διά μιάς. Η λ. και σήμ.]
- Αμέσως:
- διαμοιράζω [δiamirázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) μοιράζω.
[λόγ. < μσν. διαμοιράζω < δια- μοιράζω]
- διαμοιράζω· διαμεράζω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Μοιράζω, διανέμω:
- το χρυσάφι όλο αυτό διαμοίρασε (Ζήν. Γ´ 245)·
- β) διαχωρίζω:
- ο ρήγας εδιεμοίρασεν του καθενός το αλλάγιν (Χρον. Μορ. P 6203).
- α) Μοιράζω, διανέμω:
- 2) Κομματιάζω, ξεσχίζω:
- να συναχθούν τα όρνεα να με διαμοιράσουν (Περί ξεν. 225).
- 3) Τοποθετώ αραιά:
- τους επίλοιπους Ρωμαίους τους εδιαμέρασε εισέ πολλούς τόπους (Χρον. σουλτ. 8430).
- 1)
- II. Μέσ.
- 1) Μοιράζομαι κ. με κάπ.:
- ένα πουγγί … να διαμοιρασθούσιν (Ιστ. Βλαχ. 1030).
- 2) Κομματιάζω:
- «Κύριε Θεέ, … εάν εγώ ενθυμηθώ να σε παραπονέσω, θηρία να με διαμοιραστούν …» (Διγ. Esc. 904).
- 1) Μοιράζομαι κ. με κάπ.:
[<πρόθ. διά + μοιράζω. Η λ. τον 6. αι., στο LBG και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- διαμοίρασις η.
-
- Μοίρασμα, διανομή:
- διαμοίρασιν της ελεημοσύνης (Χριστ. διδασκ. 413).
[<διαμοιράζω + κατάλ. ‑σις. Η λ. στο Βλάχ. (‑μεί‑)]
- Μοίρασμα, διανομή:
- διαμοιρασμός ο.
-
- Μοίρασμα, διανομή:
- Εις το κόψιμον και διαμοιρασμόν του άρτου (Χριστ. διδασκ. 376).
[<αόρ. του διαμοιράζω + κατάλ. ‑μός. Η λ. τον 11. αι. (LBG) και στο Somav. (λ. ‑σις)]
- Μοίρασμα, διανομή:
- διαμονή η [δiamoní] Ο29 : το να μένει, να κατοικεί κάποιος κάπου: Παρέτεινε για έναν ακόμη χρόνο τη ~ του στο εξωτερικό. Ολιγοήμερη / μακροχρόνια ~. Θερινή / χειμερινή ~. Έξοδα διαμονής. || Tόπος διαμονής, συνήθ. για προσωρινή διαμονή. Άτομο άγνωστης διαμονής.
[λόγ. < αρχ. διαμονή `μονιμότητα΄ σημδ. γαλλ. résidence]
- διαμονητήριο το [δiamonitírio] Ο40 : έγγραφο με το οποίο δίνεται σε κπ. άδεια προσωρινής διαμονής στο Άγιο Όρος.
[λόγ. διαμον(ή) -ητήριον κατά το ελνστ. κατοικ-η-τήριον `κατάλυμα΄]



