Combined Search
| 1,751 items total [1131 - 1140] | << First < Previous Next > Last >> |
- διηλεκτρικός -ή -ό [δiilektrikós] Ε1 : (φυσ.) που είναι κακός αγωγός του ηλεκτρισμού.
[λόγ. < γαλλ. diélectrique < di(a)- = δι(α)- + électrique = ηλεκτρικός]
- διημέρευση η [δiimérefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διημερεύω. 1. (λόγ.) παραμονή σε έναν τόπο μία ολόκληρη μέρα. 2. (σπάν.) η λειτουργία, συνήθ. φαρμακείου, κατά τις μη εργάσιμες ώρες ή ημέρες.
[λόγ. < μσν. διημέρευ(σις) `τρόπος διάθεσης του χρόνου΄ -ση < διημερεύ(ω) -σις]
- διημερεύω [δiimerévo] Ρ5.1α : 1. περνώ κάπου ολόκληρη την ημέρα μου. 2. συνήθ. για φαρμακείο, λειτουργώ τις μη εργάσιμες ώρες της ημέρας ή τις αργίες.
[λόγ. < αρχ. διημερεύω `διαρκώ όλη την ημέρα΄]
- διημερεύων -ουσα -ον [δiimerévon] Ε12 : που διημερεύει: Διημερεύοντα φαρμακεία.
[λόγ. μεε. του ρ. διημερεύω]
- διημερίδα η [δiimeríδa] Ο26 : σύνολο επιστημονικών, αθλητικών κτλ. εκδηλώσεων που διαρκούν δύο μέρες.
[λόγ. δι- 1 + ημερίδα]
- διήμερος -η -ο [δiímeros] Ε5 : που διαρκεί δύο μέρες: Διήμερη εκδρομή / αργία / απουσία. Tο συνέδριο θα είναι διήμερο. || (ως ουσ.) το διήμερο, χρονικό διάστημα δύο ημερών: Θα λείψω ένα διήμερο. Tο κατάστημά μας οργανώνει διήμερο προσφορών.
[λόγ. < μσν. διήμερος `που συμβαίνει τη δεύτερη μέρα΄ < δι- 1 + ημέρ(α) -ος]
- διηνεκής -ής -ές [δiinekís] Ε10 : (λόγ.) που διαρκεί επ΄ άπειρον. (έκφρ.) εις το διηνεκές, πάντοτε, αιωνίως. || σε σχήμα υπερβολής και επικριτικά, για κτ. που διαιωνίζεται, που παρατείνεται χωρίς λόγο: Δεν μπορεί αυτή η υπόθεση να συζητείται εις το διηνεκές.
διηνεκώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. διηνεκής, διηνεκῶς]
- διηπειρωτικός -ή -ό [δiipirotikós] Ε1 : που έχει σχέση με δύο ή περισσότερες ηπείρους: Διηπειρωτικοί πύραυλοι, που το βεληνεκές τους φτάνει από μια ήπειρο σε κάποια άλλη.
[λόγ. δι(α)- + ηπειρωτικός κατά τη νεότ. σημ. της λ. ήπειρος μτφρδ. αγγλ. intercontinental]
- διηρημένος -η -ο [δiiriménos] Ε3 : (λόγ.) που τον έχουν διαιρέσει ή που έχει διαιρεθεί, διαιρεμένος. 1. που είναι χωρισμένος σε δύο ή σε περισσότερα μέρη: Tο κτίσμα είναι διηρημένο σε τρία τμήματα. H πόλη είναι διηρημένη σε τρεις συνοικίες. 2. για ομάδες ή για σύνολα ανθρώπων που τα χωρίζουν μεγάλες αντιθέσεις και μίση, που δεν είναι ψυχικά ενωμένοι· διχασμένος.
[λόγ. < αρχ. διFηρημένος (μππ. του ρ. διαιρῶ) `χωρισμένος σε μέρη΄ & σημδ. γαλλ. divisé]
- διήρης, επίθ.
-
- (Προκ. για πλοίο) που έχει δυο σειρές κουπιά:
- πλοία διήρεα (Δούκ. 2432).
- Το θηλ. ως ουσ. = πλοίο με δυο σειρές κουπιά:
- εν διήρεσι και άλλοις ακατίοις (αυτ. 40325).
[αρχ. επίθ. διήρης]
- (Προκ. για πλοίο) που έχει δυο σειρές κουπιά:



