Combined Search
| 1,751 items total [1041 - 1050] | << First < Previous Next > Last >> |
- διεκλέγω.
-
- Λέγω, συζητώ:
- τα αυτών απόρρητα διεξείπητε (Δούκ. 21531).
[<πρόθ. διά + εκλέγω. Η λ. στο LBG]
- Λέγω, συζητώ:
- διεκπεραιώνω [δiekpereóno] -ομαι Ρ1 : ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας τις διαδικασίες που είναι απαραίτητες για να επιλυθεί ή για να ρυθμιστεί κάποιο ζήτημα: Όλες τις τρέχουσες υποθέσεις της εταιρείας / του υπουργείου τις διεκπεραιώνει ο γραμματέας του διευθυντή. Διεκπεραιώνει ό,τι του αναθέτουν, με ταχύτητα και με υπευθυνότητα. || (ειδικότ.) για υπάλληλο που είναι υπεύθυνος για την ταξινόμηση, καταχώριση και αποστολή έντυπου υλικού· κάνω διεκπεραίωση: H αλληλογραφία διεκπεραιώνεται αυθημερόν.
[λόγ. < ελνστ. διεκπεραι(ῶ) `μεταφέρω απέναντι΄ -ώνω]
- διεκπεραίωση η [δiekperéosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διεκπεραιώνω. 1. ολοκλήρωση των διαδικασιών για την επίλυση ή ρύθμιση ενός ζητήματος. 2α. το έργο της ταξινόμησης, της καταχώρισης και της αποστολής αλληλογραφίας, εγγράφων κτλ. β. η υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για το παραπάνω έργο και ο χώρος στον οποίο στεγάζεται: Γραφείο διεκπεραίωσης. Εργάζεται στη ~.
[λόγ. διεκπεραιω- (δες διεκπεραιώνω) -σις > -ση]
- διεκπεραιωτής ο [δiekpereotís] Ο7 θηλ. διεκπεραιώτρια [δiekpereótria] Ο27 : 1. για να χαρακτηρίσουμε κπ. ή κτ. στον οποίο έχει ανατεθεί η διεκπεραίωση, η ολοκλήρωση ενός έργου: Οι δήμοι και οι κοινότητες πρέπει να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και να μην είναι απλοί διεκπεραιωτές των εντολών της κεντρικής εξουσίας. 2. υπάλληλος υπεύθυνος για τη διεκπεραίωση2.
[λόγ. διεκπεραιω- (δες διεκπεραιώνω) -τής· λόγ. διεκπεραιω(τής) -τρια]
- διεκτραγώδηση η [δiektraγóδisi] Ο33 : η ενέργεια του διεκτραγωδώ, η εξιστόρηση θλιβερών γεγονότων, με ιδιαίτερη έμφαση στα τραγικά τους στοιχεία.
[λόγ. διεκτραγωδη- (διεκτραγωδώ) -σις > -ση]
- διεκτραγωδώ [δiektraγoδó] -ούμαι Ρ10.9 : αφηγούμαι κτ. δίνοντας έμφαση στα τραγικά στοιχεία της ιστορίας: Mου διεκτραγώδησε την κατάσταση των προσφύγων με τα πιο μελανά χρώματα. Άρχισε να διεκτραγωδεί τη φτώχεια του, για να μας συγκινήσει. Στη λογοτεχνία μας διεκτραγωδήθηκαν τα πάθη του ελληνισμού.
[λόγ. δι(α)- ελνστ. ἐκτραγῳδῶ `υπερβάλλω με τραγικές φράσεις΄]
- διέλευση η [δiélefsi] Ο33 : η ενέργεια του διέρχομαι. 1. κίνηση πεζού ή τροχοφόρου μέσα ή μπροστά από κτ.: Aπαγορεύεται η ~ φορτηγών από τη γέφυρα. Άδεια διελεύσεως, από τα σύνορα ή από άλλο ελεγχόμενο χώρο. Θα καθυστερήσει η ~ της αμαξοστοιχίας από το σταθμό. Tέλη διελεύσεως, διόδια. || Aυξήθηκαν οι διελεύσεις από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, ο αριθμός των αυτοκινήτων που περνούν τα σύνορα. 2. (λόγ.) σύντομη παραμονή σε ένα μέρος, κατά την πορεία προς τον τελικό προορισμό: Kατά τη διέλευσή του από την Aθήνα επισκέφθηκε την Aκρόπολη.
[λόγ. < ελνστ. διέλευ(σις) -ση]
- διελκυστίνδα η [δielkistínδa] Ο26 : 1. αγώνισμα στο οποίο συμμετέχουν δύο ομάδες, καθεμιά από τις οποίες, τραβώντας την άκρη ενός τεντωμένου σκοινιού, προσπαθεί να παρασύρει την άλλη προς το μέρος της. 2. (μτφ.) σκληρή προσπάθεια επικράτησης ανάμεσα σε δύο άτομα ή ομάδες, σε έναν αγώνα αμφίρροπο: Άρχισε η ~ για την εξουσία.
[λόγ. < ελνστ. επίρρ. διελκυστίνδα που θεωρήθηκε ουσ.]
- διένεξη η [δiéneksi] Ο33 : αντίθεση που προκαλείται από διαφορετικές απόψεις ή από σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερα άτομα: Οικογενειακές / θρησκευτικές / γλωσσικές διενέξεις. Έδωσαν τέλος στη διένεξή τους.
[λόγ. < μσν. διένεξις (με βάση το συνοπτ. θ. διενεγκ- του αρχ. ρ. διαφέρω -σις) (-σις > -ση)]
- διένεξις η· διάνεξις.
-
- Διαφορά, φιλονικία:
- άνευ την συνήθην διάνεξιν … οφείλομεν αυτούς ομονοιάσαι (Διάτ. Κυπρ. 50721).
[<θ. διενεγκ‑ του διαφέρω + κατάλ. ‑σις. Η λ. τον 5.-6. αι. (DGE) και σήμ. (‑η)]
- Διαφορά, φιλονικία:



