Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διό
77 items total [21 - 30]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διολισθαίνω [δiolisθéno] Ρ αόρ. διολίσθησα, απαρέμφ. διολισθήσει : ακολουθώ μια καθοδική πορεία που είναι αργή και όχι αμέσως αντιληπτή, συνήθ. μτφ.: Διολισθαίνει ένα νόμισμα, όταν χάνει την αξία του έναντι των άλλων νομισμάτων, με αργό ρυθμό. Διολισθαίνει το κύρος μας στο εξωτερικό.

[λόγ. < αρχ. διολισθάνω, διολισθαίνω `ξεγλιστράω΄ σημδ. αγγλ. slip(;)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διολίσθηση η [δiolísθisi] Ο33 : η ενέργεια του διολισθαίνω, καθοδική πορεία που συντελείται με αργό ρυθμό: H ~ της δραχμής, βαθμιαία μείωση της αξίας της, σε αντίθεση με την υποτίμηση που γίνεται εφάπαξ.

[λόγ. διολισθη- (διολισθαίνω) -σις > -ση μτφρδ. αγγλ. slip, slippage(;)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διόλουlu & δjólu] επίρρ. ποσ. : πάντα σε αρνητική πρόταση· δηλώνει απόλυτη άρνηση ή έλλειψη· καθόλου: ~ δεν ξεκουράστηκα αυτές τις μέρες. Δεν είναι ~ αργά. Δεν έχω ~ λεφτά / καιρό / διάθεση. Δεν ήταν ~ πρόθυμος να βοηθήσει. ~ δε με νοιάζει. Δεν ξέρει ~ ελληνικά.

[λόγ. < μσν. διόλου `καθόλου΄, επιτατ. της άρν. διόλου οὐκ με παράλ. του οὐκ, αρχ. διόλου `εντελώς΄]

[Λεξικό Κριαρά]
διόλου, επίρρ.
  • 1)
    • α) (Με άρν.) καθόλου:
      • Εκείνος … διόλου ουκ εφαίνετο εκ της ιππηλασίας (Βέλθ. 88
    • β) (επιτ. με το επίρρ. όλως) ολότελα:
      • δούλοι σου είμεστε πιστοί ημείς όλως διόλου (Ιστ. Βλαχ. 880).
  • 2) (Προκ. για χρόνο) πάντοτε:
    • είχον και γαρ προφήτας διόλου (Ψευδο-Σφρ. 51617).

[αρχ. επίρρ. διόλου. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διομολόγηση η [δiomolójisi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : διομολογήσεις, στο διεθνές δίκαιο, συμβάσεις με τις οποίες οι υπήκοοι ενός ισχυρού κράτους αποκτούσαν δικαιώματα και προνόμια στο έδαφος ενός άλλου λιγότερου ισχυρού ή αναπτυγμένου κράτους.

[λόγ. < ελνστ. διομολόγη(σις) `σύμβαση΄ -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Διονύσια τα [δionísia] Ο40 : γιορτή στην αρχαία Aθήνα προς τιμήν του θεού Διόνυσου: Tα μεγάλα / τα κατ΄ αγρούς ~.

[λόγ. < αρχ. Διονύσια (ενν. ἱερά)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διονυσιάζομαι [δionisiázome] Ρ2.1β : κατέχομαι από διονυσιασμό.

[λόγ. < ελνστ. ενεργ. διονυσιάζω `γιορτάζω τα Διονύσια΄ μέσο κατά το ενθουσιάζομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διονυσιακός -ή -ό [δionisiakós] Ε1 : α. που έχει σχέση με το θεό Διόνυσο: Διονυσιακή λατρεία. β. που έχει σχέση με τη λατρεία του Διονύσου: Διονυσιακές γιορτές. Διονυσιακό πνεύμα, οργιαστικό. ANT απολλώνειο.

[λόγ. < αρχ. διονυσιακός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διονυσιασμός ο [δionisiazmós] Ο17 : έκσταση που καταλάμβανε τους οπαδούς του Διονύσου. || (επέκτ.) κατάσταση οργιαστικού ενθουσιασμού και ευθυμίας.

[λόγ. διονυσιασ- (διονυσιάζομαι) -μός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διοξείδιο το [δioksíδio] Ο40 : (χημ.) χημική ένωση ενός στοιχείου με δύο άτομα οξυγόνου: ~ του άνθρακα / του αζώτου / του θείου.

[λόγ. δι- 1 + οξείδιον μτφρδ. γαλλ. bioxyde]

< Previous   1 2 [3] 4 5 ...8   Next >
Go to page:Go